καταστηλιτεύω

καταστηλιτεύω
καταστηλιτεύω (AM)
(επιτ. τ. τού στηλιτεύω*) μσν. κατηγορώ, κατακρίνω με δριμύτητα, στηλιτεύω έντονα
αρχ.
1. αναγράφω το όνομα κάποιου σε στήλη ή σε άλλο ψηλό και δημόσιο μέρος για στιγματισμό, επιφέρω ατιμία ή δυσφημία σε κάποιον, τόν στιγματίζω
2. φρ. «κατεστηλιτευμένος καὶ ἐστηλοκοπημένος» — ο στιγματισμένος, αυτός που φέρει στίγματα καυτηριασμού, στιγματίας κακοποιός ή δούλος (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στηλιτεύω «κατηγορώ, ελεεινολογώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταστηλίτευσις — καταστηλίτευσις, ἡ (Μ) [καταστηλιτεύω] δριμεία στηλίτευση*, σφοδρή κατάκριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”